Η Τσιγγάνα και ο Άνεμος
Λάδι σε καμβά | 30x40 εκ. | 2024
Εμπνευσμένο από το ποίημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα «Ο Άνεμος και η Παινεμένη» σε ελεύθερη μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη
Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι χορεύει κι έρχεται με χάρη έρχεται μες τις ερημιές από το φως ασημωμένη μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη Ως τη θωρεί πετιέται απάνω ο άνεμος ο ακοίμηστος Πουνέντες άντρας πονηρός κοιτάει τη μικρή κοιτάει κι ολόγλυκα της τραγουδάει: «Μικρούλα μου άσε να σηκώσω το φουστανάκι σου να ειδώ άσε με λίγο να σ’ αγγίξω και της κοιλίτσας σου ν’ ανοίξω το ρόδο το γαλαζωπό» Πετάει το ντέφι τρομαγμένη και τρέχει τρέχει η Παινεμένη ξοπίσω της ακολουθεί άνεμος άντρας που κρατεί μια σπάθα, σπάθα αστραφτερή Άκου το κύμα πως στενάζει ο κάμπος άχου πως χλομιάζει παίζει των ίσκιων η φλογέρα μέσα στο σκοτεινό αγέρα Τρέχα Παινεμένη τρέχα κι όπου να ‘ναι θα σε φτάσει ο άνεμος και θα σ’ αρπάξει να τον χιμάει από ψηλά γλείφεται γλώσσες τις εννιά Στο πρώτο σπίτι η Παινεμένη χώνεται μέσα αλαφιασμένη την αρωτάνε να τους πει και ‘κείνη λέει κι ανιστορεί Ενώ απ’ τη λύσσα του θερίου γυρνάει ο άνεμος στο κρύο παίρνει το σπίτι και το ζώνει τα κεραμίδια του δαγκώνει